- προπαλής
- -ές, Α1. αυτός που προεξέχει («ὀφθαλμῶν προπαλῶν», Φιλόστρ.)2. διογκωμένος («φάρυγξ προπαλής», Φιλόοτρ.).επίρρ...προπαλῶς(κατά τον Ησύχ.) «δαψιλῶς».[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -παλής (< πάλλω), πρβλ. εκ-παλής].
Dictionary of Greek. 2013.